-
1 καταληψις
- εως ἥ1) схватывание, захват, поимка2) овладение, захват, занятие(τῆς βασιλείας Isocr.; χωρίων Plat.; τοῦ ἱεροῦ Dem.; ἥ πραγμάτων ἕνεκα γιγνομένη κ. Plut.)
3) ирон. (о спорщиках) ловкая хватка(περίλεξις καὴ κροῦσις καὴ κ. Arph.)
4) постижение, восприятие(καταλήψεις καὴ φαντασίαι Luc.; δόξα καὴ κ. Plut.)
5) остановка, задержка, прекращение(ἥ κ. πρὸς τὸ μέ δύνασθαι ἐνεργεῖν Arst.)
-
2 κατάληψις
κατάληψιςseizing: fem nom sg -
3 κατάληψις
3 taking possession, occupation,τῆς βασιλείας Isoc.9.69
; , R. 526d (pl.);ἱεροῦ D.19.21
; καταλήψεις πολέμου prob. f.l. for πολέων, App.BC4.14.4 Philos., direct apprehension of an object by the mind, Zeno Stoic.1.20, Luc.Par.4, al.;τῶν μετεώρων Philostr.Her.10.9
; ἀκριβὴς κ. certainty, Herod.Med. ap. Aët.9.37: pl., perceptions, Stoic.2.30, Luc.Herm.81, etc.; introduced into Latin by Cicero, Plu.Cic.40.II holding, grip, with the fingers, bandages, or instruments, Hp.Off.9; τὰς -λήψιας ποιεῖσθαι ibid., cf. Art.11 (in pl. also = ligatures, Medic.8); ο ὕπνος τοῦ.. αἰσθητηρίου κ. compression, Arist.Somn.Vig. 458a29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάληψις
-
4 κατάληψις
κατά-ληψις, ἡ, das Fassen, Ergreifen; ὡς δ' οὐκέτι ἐν καταλήψει ἐφαίνετο, ἐπανεχώρει, als die Flotte nicht mehr zu nehmen, zu erreichen schien; das Besetzen, Einnehmen. Das Begreifen mit dem Geiste, die Wahrnehmung, der Begriff. Der Anfall einer Krankheit -
5 καταλήψει
κατάληψιςseizing: fem nom /voc /acc dual (attic epic)καταλήψεϊ, κατάληψιςseizing: fem dat sg (epic)κατάληψιςseizing: fem dat sg (attic ionic)καταλαμβάνωseize: fut ind mid 2nd sg -
6 καταλήψεις
κατάληψιςseizing: fem nom /voc pl (attic epic)κατάληψιςseizing: fem nom /acc pl (attic) -
7 καταλήψεσι
κατάληψιςseizing: fem dat pl -
8 καταλήψεσιν
κατάληψιςseizing: fem dat pl -
9 καταλήψιας
κατάληψιςseizing: fem acc pl (epic doric ionic aeolic) -
10 καταλήψιες
κατάληψιςseizing: fem nom /voc pl (epic doric ionic aeolic) -
11 καταλήψιος
κατάληψιςseizing: fem gen sg (epic doric ionic aeolic) -
12 κατάληψιν
κατάληψιςseizing: fem acc sg -
13 κατά-λαψις
κατά-λαψις, ἡ, dor. = κατάληψις.
-
14 εὐ-δρομέω
εὐ-δρομέω, gut, schnell laufen, Plut. Philop. 18 u. a. Sp.; ὁ λόγος, Men. Stob. fl. app. 3, 24; ἡ κατάληψις, S. Emp. adv. phys. 2, 36.
-
15 αδιαπτωτος
21) безошибочный(κατάληψις Sext.)
2) безусловный, неукоснительный(κομιδέ κατὰ τοὺς νόμους Polyb.)
-
16 εγκαταληψις
-
17 κρουσις
- εως ἥ1) столкновение, удар(ἥ πρὸς ἄλληλα κ. τῶν ὅπλων Plut.)
2) стук, топот(ποδός, sc. ἵππου Plut.)
3) игра на музыкальном инструменте (преимущ. струнном)παρὰ τέν κροῦσιν ᾄδειν Plut. — петь в сопровождении музыки;
κ. ὑπὸ τέν ᾠδήν Plut. — музыкальное сопровождение песни4) ( от мошеннического нажимания пальцем на весы) мошенничество, обман(κ. καὴ κατάληψις Arph.)
-
18 προκαταληψις
-
19 εξουσία
η власть;πατρική εξουσία — отцовская власть;
κρατική εξουσία — государственная власть;
νομοθετική (εκτελεστική) εξουσία — законодательная (исполнительная) власть;
τα όργανα της εξουσίας — органы власти;
κατάχρηση εξουσίας — злоупотребление властью;
η ανοδος ( — или ο ερχομός) στην εξουσία — приход к злости;
η κατάληψις της -'ας захват власти;κατέχω την εξουσία — стоять у власти;
δίδω την εξουσία σε κάποιον — давать власть кому-л.;
έχω την εξουσία να κάνω κάτι — иметь право (по закону) делать что-л.;
δεν είναι στην εξουσία μου — это не в моей власти;
κάτω από την εξουσί... — под властью кого-чего-л.
-
20 καταλήψεων
καταλήψεω̆ν, κατάληψιςseizing: fem gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κατάληψις — (katalepsis) (греч.) постижение; восприятие. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατάληψις — seizing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήψει — κατάληψις seizing fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταλήψεϊ , κατάληψις seizing fem dat sg (epic) κατάληψις seizing fem dat sg (attic ionic) καταλαμβάνω seize fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήψεις — κατάληψις seizing fem nom/voc pl (attic epic) κατάληψις seizing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήψεσι — κατάληψις seizing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήψεσιν — κατάληψις seizing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήψιας — κατάληψις seizing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήψιες — κατάληψις seizing fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήψιος — κατάληψις seizing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάληψιν — κατάληψις seizing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хризипп древнегреческий философ — философ стоик, третий схоларх стоической школы. Биография X. нам известна главным образом из сочинений Диогена Лаэртского, а учение из сочинений Плутарха ( Мнения философов и Противоречия стоиков ), Секста Эмпирика ( Пирроновы основоположения и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона